- ὑπεράγαν
- + D 0-0-0-0-1=1 2 Mc 10,34beyond measure, exceedingly; neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
υπεράγαν — ὑπεράγαν ΝΜΑ επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, πέρα από όσο πρέπει (α. «ὑπεράγαν ἐβλασφήμουν», ΠΔ β. «ὑπεράγαν φιλόφρων», Προκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄγαν «πολύ, πάρα πολύ»] … Dictionary of Greek
ὑπεράγαν — ὑπέρ upaári indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)